Τις τελευταίες ημέρες πυκνώνει η σεναριολογία γύρω από μια ενδεχόμενη επαναδραστηριοποίηση του πρώην πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και σε ρόλο ηγετικό.
Η σχετική συζήτηση μπορεί να πηγάζει μεν από την ειλικρινή αγωνία των μελών και φίλων της ευρύτερης Αριστεράς για τις τύχες του πολιτικού σκηνικού, μπορεί επίσης να έχει τα στοιχεία ενός πολύ ενδιαφέροντος πολιτικού δράματος, ωστόσο ανατροφοδοτείται κυρίως από κυβερνητικά χείλη και το μιντιακό σύστημα που στηρίζουν το Μαξίμου.
Το γεγονός πως το Μαξίμου κουνάει την μπαγκέτα στην διακίνηση αυτού του σεναρίου πρέπει να προκαλεί υποψίες. Ας κάνουμε ένα βήμα πίσω και ας δούμε πώς διαμορφώνεται δημοσκοπικά το πολιτικό σκηνικό. Η ΝΔ υφίσταται σοβαρή φθορά στις δυνάμεις της, τόση που πλέον η αυτοδυναμία μοιάζει άπιαστο όνειρο ακόμα και με τρέχον καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα. Η αντιπολίτευση από την άλλη είναι πολυδιασπαμένη και οι δυνάμεις της, όμορες ή μη, απέχουν δημοσκοπικά πολύ από το να απειλήσουν τη ΝΔ στην κούρσα για την πρωτιά.
Η ανάδυση της Ζωής Κωνσταντοπούλου ως δύναμης που συγκεντρώνει μερίδα των δυσαρεστημένων από το πολιτικό σύστημα πολιτών επιτείνει το πρόβλημα. Και η απόλυτη έλλειψη διάθεση του ΠΑΣΟΚ να συζητήσει με άλλα κόμματα το ενδεχόμενο εκλογικής συνεργασίας, συντηρεί την πολιδιάσπαση, την ώρα μάλιστα που στην αντίπερα όχθη η ακροδεξιά παραμένει ισχυρή εντός και εκτός κυβερνώσας παράταξης. Έχει λοιπόν κάθε λόγο το Μαξίμου να ανακατεύει στο μπολ με την σεναριολογία: Αν πετύχει το πολιτικό σχέδιο της ηγεσίας της κυβέρνησης, απέναντί της θα έχει δυνάμεις με δημοσκοπική δύναμη το πολύ 15%. Οπότε η ΝΔ θα κρατά στα χέρια της τους όρους του παιχνιδιού, είτε απειλώντας με ακυβερνησία είτε επιλέγοντας από θέση ισχύος τους συμμάχους της σε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση συνεργασίας.
Το σενάριο επιστροφής του Αλέξη Τσίπρα, όταν διακινείται από υποστηρικτές του, δεν υπολογίζει κάποιους αντικειμενικούς παράγοντες. Ο πρώην πρωθυπουργός δεν δείχνει διατεθειμένος να επιστρέψει. Για σχεδόν έναν μήνα θα βρίσκεται στις ΗΠΑ καλεσμένος του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ενώ συνεργάτες του διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους πως ο πρώην πρωθυπουργός δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε ρόλο επικεφαλής κάποιου φορέα ή χώρου.
Ορθολογικά εξετάζοντας το ζήτημα, ο Αλέξης Τσίπρας θα έπρεπε να αποφύγει και ο ίδιος ένα τέτοιο σενάριο. Το 20% και το 17% που έλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ στην τελευταία διπλή εκλογική αναμέτρηση συνέβη πριν από λιγότερο από δύο χρόνια. Οι αιτίες του κακού εκλογικού αποτελέσματος εν πολλοίς ακόμα υπάρχουν, ενώ σχετικές έρευνες, όπως αυτή του Ινστιτούτου «ΕΝΑ», καταμαρτυρούν πως η άποψη των πολιτών έχει βαθιές ρίζες στο προ δεκαετίας παρελθόν. Και προφανώς οι αντιλήψεις αυτές δεν αλλάζουν άρδην μέσα σε λίγους μήνες.
Μια επανενεργοποίησή του, λοιπόν, αναμφίβολα θα προσέδιδε ενδιαφέρον και θα έλκυε αρκετούς ψηφοφόρους, ωστόσο τίποτε δεν εξασφαλίζει πως ένα τέτοιο σχήμα υπό τις παρούσες συνθήκες θα κατάφερνε να απειλήσει καθοριστικά τη ΝΔ. Με άλλα λόγια, ένα σχήμα μετά από «comeback Τσίπρα», χωρίς να έχει προηγηθεί η αναγκαία ώσμωση με την κοινωνία, αλλά και με το ΠΑΣΟΚ σε άρνηση, πιθανότατα θα αποτελούσε μέρος του προβλήματος, ακόμα και στο βέλτιστο σενάριο που συγκέντρωνε ξανά 17%. Και το «πολιτικό κεφάλαιο» του Αλέξη Τσίπρα θα δεχόταν σοβαρά πλήγματα.
Υπάρχει όμως και ένα πιο βαθύ ζήτημα που εμποτίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, τη Νέα Αριστερά και τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Η Κουμουνδούρου επί ενάμισι χρόνο δέχτηκε την πιο σημαντική φθορά επί ηγεσίας Κασσελάκη. Η αξιοπιστία της καταβαραθρώθηκε, υπέστη διασπάσεις, αποχωρήσεις και απανωτούς ανελέητους εμφυλίους που τραυμάτισαν τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και στοιχειώνουν ακόμα τις σχέσεις των άλλοτε συντρόφων. Ενδεικτικό το γεγονός πως στελέχη όπως ο Παύλος Πολάκης δεν έχουν αφαιρέσει από τη φαρέτρα τους τις κατηγορίες κατά των αποχωρησάντων. Αντίστοιχα αρνητικά συναισθήματα έχουν και αρκετοί εξ όσων δημιούργησαν τη Νέα Αριστερά.
Για την περίοδο Κασσελάκη δεν έχει ακόμα διεξαχθεί κανένας εσωκομματικός απολογιστικός διάλογος, δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία γενναία αυτοκριτική προσώπων και ομάδων, δεν έχει αναλυθεί τι έφερε στην ηγεσία έναν τυχάρπαστο από τις ΗΠΑ και το κομματικό σώμα σε κατάσταση αποσύνθεσης. Αντίστοιχη πρωτοβουλία δεν έχει αναληφθεί ούτε από τον προκάτοχο του Κασσελάκη, εκτός από κάποιες ορθές αλλά σκόρπιες αναφορές περί της σημασίας της ίδιας της πολιτικής έναντι της επικοινωνίας.
Θα είναι εξαιρετικά επικίνδυνη λοιπόν οποιαδήποτε απόπειρα σύστασης ή ανασύστασης ενός φορέα, χωρίς να επιλυθούν τέτοια καίρια ζητήματα, που σε τελική ανάλυση αφορούν την πολιτική και την αξιοπιστία των φορέων της. Θα έμοιαζε σαν ένα καπετάνιος να αναλάει ξανά το πηδάλιο του πλοίου με το οποίο κατάκτησε μακρινές θάλασσες. Μόνο που αυτό πλέον είναι φαγωμένο από το σαράκι και οι ναύτες του λιγοστοί και με θανατερές έχθρες.
Κακά τα ψέματα, η πορεία ανασύστασης της Αριστεράς απαιτεί μεν τόλμη, αλλά όχι παρορμητισμό και πανικό μπροστά στις διαμορφούμενες τάσεις. Χρειάζεται προγραμματικός διάλογος και επιστροφή στις ρίζες της παράταξης, την κοινωνία, τους εργαζόμενους, όσους και όσες πλήττονται από την πολιτική Μητσοτάκη. Και απαιτεί αυτοκριτική και ειλικρίνεια. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπροστά του σε δυο μήνες ένα σημαντικό συνέδριο, στο οποίο πρέπει να ξεκαθαρίσει τι συνέβη και έφτασε στο σημερινό σημείο. Ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να φανεί εξαιρετικά χρήσιμος και να λειτουργήσει ευεργετικά αν συμμετάσχει σε αυτόν τον διάλογο. Έπειτα πρέπει να ξεκινήσει ένας προγραμματικός διάλογος με καλεσμένους όλους τους πρόθυμους συνομιλητές. Και ύστερα τα μέρη του διαλόγου να εξετάσουν το ενδεχόμενο εκλογικής συνεργασίας τους. Δεν χρειάζεται βιασύνη, αλλά σοβαρά βήματα.